φθίση

φθίση
[-ις (-εως)] η
1) туберкулёз; чахотка (разг );

καλπάζουσα φθίση — скоротечная чахотка;

2) угасание, увядание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φθίση" в других словарях:

  • φθίση — η / φθίσις, εως, ΝΜΑ, και φτίση Ν 1. σταδιακή ελάττωση, βαθμιαία μείωση, βαθμιαία εξαφάνιση 2. (για πρόσ.) ατροφία, αδυνάτισμα 3. φυματίωση τών πνευμόνων, χτικιό νεοελλ. φρ. «νωτιάδα φθίση» ιατρ. βλ. νωτιάδα αρχ. 1. (για τη σελήνη) η χάση 2.… …   Dictionary of Greek

  • φθίση — η 1. φθορά, μαρασμός, μαράζωμα: Το φθινόπωρο αρχίζει η φθίση της φύσης. 2. η φυματίωση, το χτικιό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νωτιαίος — α, ο (ΑΜ νωτιαῑος, αία, ον, Α ποιητ. τ. νωταῑος, αία, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στα νώτα, δηλαδή στη σπονδυλική στήλη ανθρώπων και ζώων («νωτιαίος μυελός» το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος που περιέχεται στον… …   Dictionary of Greek

  • φθισικός — ή, ό / φθισικός, ή, όν, ΝΜΑ, και φτισικός, ή, ό και τ. θηλ. φτισικιά Ν [φθίσις] αυτός που πάσχει από φθίση, φυματικός νεοελλ. μτφ. (στην ποίηση) αυτός που μοιάζει να έχει φθίση («ο άρρωστος Φθινόπωρος, μ όψη φθισική», Βιζυην.) …   Dictionary of Greek

  • αταξία — (Ιατρ). Η διαταραχή της εναρμόνισης των μυϊκών συσπάσεων με συνέπεια τη δυσχέρεια στη διατήρηση σταθερής όρθιας θέσης (στατική α.) και στην ορθή εκτέλεση κινήσεων των άκρων, εξαιτίας λανθασμένης εκτίμησης της μυϊκής δύναμης που πρέπει να… …   Dictionary of Greek

  • αφή — Είναι η αίσθηση που επιτρέπει την αναγνώριση των εξωτερικών χαρακτηριστικών και της επιφάνειας των αντικειμένων (σχήμα, όγκος, τραχύτητα, λειότητα, ομοιομορφία κ.ά.) με την επαφή του δέρματος. Τα απτικά αισθήματα προκαλούν, όταν ερεθιστούν, με… …   Dictionary of Greek

  • λευκομυελίτιδα — η ιατρ. φλεγμονή που προσβάλλει κυρίως τη λευκή ουσία τού νωτιαίου μυελού 2. φρ. «χρόνια οπίσθια λευκομυελίτιδα» η νωτιαδα φθίση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. leucomyelite < leuc(o) (πρβλ. λευκ[ο] ) + myelite (< myel < μυελός +… …   Dictionary of Greek

  • μαράζι — το 1. μαρασμός 2. φυματίωση, φθίση 3. μεγάλη πίκρα και στενοχώρια, μακροχρόνια θλίψη («από τότε που έφυγε ο γιος της έχει κρυφό μαράζι στην καρδιά») 4. φρ. «μέ τρώει το μαράζι» μελαγχολώ από μεγάλη θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. maraz] …   Dictionary of Greek

  • μυελόφθιση — η ιατρ. καταστροφή ή απλασία τού μυελού τών οστών η οποία προκαλεί σημαντική μείωση τών έμμορφων στοιχείων τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myelophthisis (< μυελός + φθίση)] …   Dictionary of Greek

  • νευροσύφιλη — η ιατρ. 1. ονομασία που δίνεται στις ειδικές συφιλιδικές αλλοιώσεις τών μεσοδερμικών στοιχείων τού κεντρικού νευρικού συστήματος, δηλ. τών μηνίγγων και τών αγγείων τού εγκεφάλου και τού νωτιαίου μυελού 2. η νωτιάδα φθίση και η προϊούσα παράλυση… …   Dictionary of Greek

  • νωτιάδα — και νωτιάς, η (Α νωτιάς, άδος) 1. η νωτιαία 2. φρ. «νωτιάδα φθίση» ή «νωτιάς φθίσις» πάθηση συφιλιδικής αιτιολογίας η οποία χαρακτηρίζεται από εξελικτική αλλοίωση τής ουσίας τού νωτιαίου μυελού και εκδηλώνεται με διαταραχή τής κινητικότητας και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»